Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη 15-9-2016
Τόσο η μοναχική ζωή όσο και ο έγγαμος βίος αναγνωρίζονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία μας με την πνευματική τους διάσταση. Αυτό σημαίνει ότι η Πίστη μας τους προσδίδει ένα νόημα πολύ βαθύτερο από αυτό του κοινωνικού θεσμού που επιφανειακά αναγνωρίζουν οι κοσμικοί άνθρωποι. Στην Εκκλησία μας ο Γάμος και ο Μοναχισμός είναι Μυστήρια και όπως όλα τα Μυστήρια έχουν ως λόγο ύπαρξης να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην γνώση του Αληθινού Θεού, στην προσέγγισή Του, που σημαίνει στην κάθαρση και τελειοποίηση του ανθρώπου, η οποία ονομάζεται με μια λέξη αγιότητα.
Μάλιστα, πρόκειται για δύο Μυστήρια, τα οποία ενώ θεωρούνται προαιρετικά, ωστόσο η παράδοση των Αγίων μάς προτρέπει να επιλέγουμε υποχρεωτικά το ένα εκ των δύο στη ζωή μας, αν θέλουμε να πορευόμαστε με ασφάλεια προς τον επιθυμητό σκοπό.
Γνωρίζουμε όλοι μας ότι ο χριστιανός με το Μυστήριο της Βαπτίσεως γίνεται ένα μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, όπως μας αναλύει ο Απόστολος Παύλος. Καθώς η Εκκλησία ονομάζεται σώμα του Χριστού, ο καθένας μας είναι κάποιο μέλος αυτού του σώματος.
Με τον Ευαγγελικό λόγο Του «γίγνεσθε άγιοι, ότι Άγιος ειμί», ο ίδιος ο Χριστός καθορίζει συνοπτικά τον σκοπό της ζωής μας και ταυτόχρονα τον ρόλο της Εκκλησίας, που υπηρετεί αυτόν τον σκοπό.
Έχοντας γνώση των παραπάνω οι πιστοί του Χριστού, επέβαλαν την συνήθεια να βαπτίζουν τα παιδιά τους στη βρεφική ηλικία, ώστε να λάβουν από νωρίς τα εφόδια – χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και να προοδεύσουν στον πνευματικό τους αγώνα για την κατάκτηση της αγιότητας. Με τον ίδιο στόχο όταν ο άνθρωπος ενηλικιώνεται και ωριμάζει η σκέψη του, μπορεί να επιλέξει το Μυστήριο του Γάμου ή εκείνο του Μοναχισμού, ανάλογα με την έμπνευση ή την θεία κλήση που θα βιώσει η ψυχή του.
Πρέπει επομένως να γίνει μέσα μας ξεκάθαρο: Ο λόγος για τον οποίο επιλέγει ο χριστιανός να παντρευτεί – νυμφευθεί και αντίστοιχα να μονάσει, είναι η ένωσή του με τον Θεό. Εκείνον που μας χάρισε τη ζωή και την αθάνατη ψυχή μας και που θα την παραλάβει μετά τον θάνατό μας.
Ανάλογο βέβαια πρέπει να είναι και το βασικό μας κριτήριο όταν επιλέγουμε τον σύζυγο με τον οποίο θα ενωθούμε ισοβίως ή το μοναστήρι όπου θα υποσχεθούμε μόνιμη εγκαταβίωση. Αν το πρόσωπο με το οποίο συνδέομαι δεν έχει επίγνωση ή δεν ενδιαφέρεται να αγωνισθούμε από κοινού για το θέλημα του Θεού, τότε η γαμήλια ένωσή μου μαζί του δεν έχει νόημα. Όλα τα λοιπά κριτήρια της εξωτερικής εμφάνισης, της οικονομικής κατάστασης, της γνώμης του κοινωνικού περιγύρου κλπ. πρέπει να τα θεωρήσουμε δευτερεύοντα.
Αντίστοιχα η επιλογή της Μονής στην οποία κάποιος προτίθεται να μονάσει, αξιώνει ως βασικό κριτήριο να υπάρχει ένας ηγούμενος – άξιος καθοδηγητής για την πορεία των μοναχών του προς την θέωση.
Αν θέλαμε να επισημάνουμε κάποιο πολύτιμο κοινό χαρακτηριστικό στα δύο Μυστήρια, ένα βασικό στοιχείο που είναι και απαραίτητο για την σωτηρία του ανθρώπου, αυτό είναι η αρετή της υπακοής στην οποία αμφότερα τον ασκούν. Αρκεί ν’ αναλογισθούμε ότι το προσωπικό θέλημα που αντιτάχθηκε στο θέλημα του Θεού, απομάκρυνε τον διάβολο από την Θεία Χάρη και τον έκανε Σατανά.
Παρομοίως στάθηκε ικανό (ως παρακοή) να βγάλει τον άνθρωπο από τον Παράδεισο. Η φράση «γεννηθήτω το θέλημά Σου» που λέμε στο «Πάτερ ημών», αποτελεί το αντίδοτο στην καταστροφή που επιφέρει τον ίδιον θέλημα του ανθρώπου. «Να γίνεται πάντα το θέλημά Σου Θεέ μου»! Αυτή τη συνταγή σωτηρίας μάς δίδαξε ο Χριστός.
Τόσο στον Ορθόδοξο Γάμο, όσο και στον Ορθόδοξο Μοναχισμό, ο άνθρωπος εξασκείται στην υπακοή, ώστε να αποκτήσει την απαραίτητη ταπείνωση και έτσι να λειτουργήσει η γνήσια αγάπη που τον ενώνει με τον ίδιο τον Θεό, αφού «ο Θεός αγάπη εστί». Με τη θαυμαστή ένωση που επιτελεί ο Χριστός διαμέσου του ιερέως στο Μυστήριο του Γάμου, οι δύο άνθρωποι γίνονται ενώπιον Θεού αχώριστοι και ανήκουν πλέον ο ένας στον άλλο, με όλες τις πρακτικές συνέπειες που επιφέρουν οι υποσχέσεις του ανδρός για αγάπη και της γυναίκας για σεβασμό στον σύζυγό τους αντιστοίχως. Η εκκοπή του προσωπικού θελήματος είναι δεδομένη. Αν οι υποσχέσεις τηρηθούν, το ζευγάρι αγιάζει και σώζεται. Έτσι ο σκοπός του Μυστηρίου έχει επιτευχθεί.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει για τον μοναχό που διενεργεί την εκκοπή του θελήματός του μέσω της υπακοής του στον Ηγούμενο και την Αδελφότητα της Μονής του.
Εν κατακλείδι και τα δύο «προαιρετικά» Μυστήρια έχουν πρακτική εφαρμογή που οδηγεί σε αίσιο αποτέλεσμα επειδή (και όταν) ο άνθρωπος αφήνει τη ζωή του στο θέλημα του Θεού. Αν αυτό διαπιστώσουμε ότι δεν συμβαίνει, ενώ είμαστε επί χρόνια παντρεμένοι ή μονάζοντες, τότε μάλλον δεν εννοήσαμε ακόμα την ουσία των πραγμάτων.
|