Σύγκρουση μεταξύ δυτικού και ανατολικού πνεύματος και κριτική στο επαίσχυντο βιβλίο «άγιος αγύρτης»
Η εκκλησιαστική ιστορία έχει αποδείξει ότι η Χάρις του Θεού αναδεικνύει στις κρίσιμες στιγμές της Εκκλησίας μεγάλους Πατέρας και Αγίους για ν᾽ αντιμετωπίσουν πλάνες, αιρέσεις, σχίσματα κτλ. Το δυτικό πνεύμα τρεις Άγιοι μέχρι σήμερα το πολέμησαν και το αντιμετώπισαν επάξια. Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ, Ο ΑΓΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ Ο ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ.
Ο Άγιος Χριστόφορος πολέμησε το δυτικό πνεύμα που εισήλθε στην Ελλάδα με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη και τον Θεόφιλο Καΐρη, το οποίο ξαναζεί η Εκκλησία της Ελλάδος στις ημέρες μας και υπερασπίζεται ο συγγραφέας του βιβλίου “ένας αγύρτης άγιος”. Ιδιαίτερα ο Άγιος Χριστόφορος ΠΟΛΕΜΗΘΗΚΕ από την τότε εξουσία και ΠΟΛΕΜΕΙΤΑΙ από τον συγγραφέα του βιβλίου “ένας αγύρτης άγιος” διότι:
Α) Αντιτάχθηκε στο αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, την οποίαν υποδούλωσαν στο Κράτος, αφού οι Βαυαροί βιαίως την απέκοψαν από την Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης. Ο άγιος ζητούσε την κατάργηση του αυτοκεφάλου και την επαναφορά της Εκκλησίας μας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Β) Αντιτάχθηκε στην αποχριστιανοποίηση της Ελλάδος και της Παιδείας, διότι οι Βαυαροί προσπαθούσαν ο,τι ήταν χριστιανικό να το απομακρύνουν μέσα από τα βιβλία των σχολείων και από την Ελλάδα και προσπάθησαν να εισάγουν το ευρωπαϊκό δυτικό πνεύμα στην εκπαίδευση και την ζωη των Ελλήνων.
Γ) Αντιτάχθηκε στούς Βαυαρούς και στον Βασιλέα Όθωνα, διότι ανακήρυξαν με βασιλικό διάταγμα ως αρχηγό της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον εκάστοτε Βασιλέα της Ελλάδος και τοποθέτησαν στην Ιερά Συνοδο βασιλικό επίτροπο, του οποίου χωρίς την υπογραφή και έγκρισή του ουδεμία απόφαση της Ιεράς Συνόδου ήταν ισχυρή η εφαρμοστέα. Κατι που ισχύει κατά παρόμοιο τρόπο μέχρι και σήμερα, αφού για να τοποθετηθεί ένας επίσκοπος σε μία Μητρόπολη η ένας ιερέας σε μία ενορία, πρέπει ο Υπουργός Παιδείας πρώτα να υπογράψει την απόφαση της Ιεράς Συνόδου και κατόπιν να εκδοθεί το Προεδρικό Διάταγμα. Έως σήμερα ισχύει επίσης ότι πολλές αποφάσεις της Ιεράς Συνόδου πρέπει πρώτα να εγκριθούν από την Κυβέρνηση για να έχουν ισχύ. Έτσι η Εκκλησία, εμμέσως πλην σαφώς, εξαρτάται τρόπον τινά έως και σήμερα από το Κράτος. Αντίθετα η Εκκλησία της Κυπρου είναι παντελώς ανεξάρτητη από το Κράτος. Ούτε προ, ούτε μετά, ενημερώνει για τυχόν αποφάσεις της η εκλογές Επισκόπων κτλ. Αυτό λοιπόν το δυτικό πνεύμα πολέμησε ο Παπουλάκος, γι᾽ αυτό εκδιώχθηκε από τις αρχές, όπως κάποτε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
Το βιβλίο του δημοσιογράφου Δημητρίου Καμπουράκη, “ένας αγύρτης άγιος” υβρίζει, συκοφαντεί, γελοιοποιεί τον Παπουλάκο, ο οποίος υπερασπιζόταν όλα τα ανωτέρω ιδανικά. Αντίθετα δε το επαίσχυντο βιβλίο υπερασπίζεται τον Αρχιμ. Θεόκλητο Φαρμακίδη, γραμματέα της τότε Ιεράς Συνόδου και τον Θεόφιλο Καΐρη, ως προοδευτικούς, και κατηγορεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την Εκκλησία και τούς επισκόπους, τα Μοναστήρια και τούς Μοναχούς ως διεφθαρμένους και φονταμενταλιστάς (φανατικούς). Ας εισέλθουμε όμως σε μία αναλυτική κριτική του βιβλίου.
Με τον προκλητικό τίτλο “Άγιος αγύρτης” κυκλοφόρησε λίγο πριν την εμπορική περίοδο των Χριστουγέννων το βιβλίο του γνωστού δημιοσιογράφου-παρουσιαστή του καναλιού MEGA Δ. Καμπουράκη, που ασχολείται με το πρόσωπο του Αγ. Χριστοφόρου του Παπουλάκου.
Έχοντας κυρίως δημοσιογραφικό-πολιτικό και όχι θεολογικό χαρακτήρα, το βιβλίο αποτελεί ύμνο στο φιλοδυτικό “προοδευτισμό”, ο οποίος παρουσιάζεται σε αντιδιαστολή με τις παραδοσιακές τάσεις της Ελληνικής κοινωνίας που υποτίθεται ότι εμφανίζουν σκοταδιστική αθλιότητα.
Ενισχύοντας ουσιαστικά τον γνωστό επίπλαστο διπολισμό που καλλιεργεί τον φανατισμό και τη σύγκρουση, ο συγγραφέας αδυνατεί να δεχθεί την ωφέλεια μιας διακριτικής, επιλεκτικής λύσης, καθώς δεν αισθάνεται την διπλή αλήθεια, την αρμονία μεταξύ πραγματικής επιστήμης και αληθινής πίστης. Πεφτει λοιπόν στην παγίδα της αναμασημένης συνταγής που μεροληπτεί χαρακτηριστικά υπέρ της “προοδευτικής” τάσης και αποπειράται να δηλητηριάσει τη θρησκευτική συνείδηση του αναγνώστη επαναλαμβάνοντας δύο κυρίαρχες αθεολόγητες ιδέες: α) Ένας χασάπης δεν μπορεί να είναι Άγιος και β) ένας αγράμματος δεν μπορεί να είναι κήρυκας...
Οι στόχοι του βιβλίου είναι προφανείς: Η απαξίωση του Παπουλάκου, η ένταξή του στις γραφικές οπισθοδρομικές μορφές του φονταμενταλισμού, η περιθωριοποίησή του, έχει άμεσο αντίκτυπο στα σημερινά δρώμενα. Βασικός στόχος είναι η καταστολή κάθε αντίδρασης στο παγκόσμιο “προοδευτικό” οδοστρωτήρα. Επίσης η εξαγωγή από τον αναγνώστη του συμπεράσματος ότι ανέκαθεν ο λαός των Ελλήνων δήθεν πλανάται, χτίζοντας τη ζωη του σε φανατικά και λανθασμένα καλούπια. Η ενότης του λαού μας γύρω από τις έννοιες του Έθνους και της
Ορθοδοξίας, πρέπει να θεωρηθεί στενόμυαλη και οπισθοδρομική. Ως επιμέρους στόχους μπορούμε να επισημάνουμε τη συμβολή στη σύγχρονη προσπάθεια διαχωρισμού Κράτους-Εκκλησίας, καθώς και την απόλυτη απελευθέρωση της εκπαίδευσης από κάθε θρησκευτικό δόγμα.
Το κίνημα του Παπουλάκου περιγράφεται στο βιβλίο ως ιδιόμορφη στάση των καταφρονημένων πληθυσμών που περιλάμβανε θρησκευτικά αιτήματα με μοιραίες πολιτικές προεκτάσεις. Αιτήματα και αντιδράσεις ανεπιθύμητες για τούς κρατούντες και τα σχέδιά τους, φωνές αντίθεσης που έπρεπε να κατασταλούν, μια εικόνα σταθερά επαναλαμβανόμενη στη νεώτερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία. Οι σημερινές εξελίξεις με την ολοφάνερη αποχριστιανοποίηση του Δυτικού πολιτισμού, της Ενωμένης Ευρώπης, της πατρίδας μας, της καθημερινής μας ζωής, εμφανίζουν σημαντικές ομοιότητες. Καθε σύγχρονη φωνή που εμπνέεται από τα χριστιανικά ιδεώδη και αντιστέκεται στη λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης και της διεστραμμένης ψευδοπροόδου, της επιβολής μιας νέας διεφθαρμένης ηθικής και μιας ανθρωπιστικής παγκόσμιας θρησκείας που θεοποιεί την επιστήμη, την οικολογική συνείδηση, τη συμπαντική “ενέργεια” κλπ. πρέπει να σωπάσει, κάθε σύγχρονος Παπουλάκος πρέπει να αποκλειστεί από την ενημέρωση, να γελοιοποιηθεί, να καθηλωθεί, ανίκανος να επηρεάσει τις λαϊκές μάζες.
Γι αὐτούς τούς λόγους ο Παπουλάκος χαρακτηρίζεται ήδη από τον τίτλο ως αγύρτης, τρελόγερος, φανατικός, τσαρλατάνος που παραμυθιάζει τούς αδαείς και τούς αμόρφωτους. Είναι ολοφάνερο ότι το κείμενο στερείται θεολογικής κατάρτισης, αγνοεί την πνευματική διάσταση των γεγονότων, αντιδρά βίαια στην ιερότητα, αρνείται πεισματικά να διαχειριστεί το ενδεχόμενο να ενεργεί η Θεία Χαρις μέσα από ένα τόσο ταπεινό σκεύος εκλογής Της, όπως ήταν ο Παπουλάκος. Η ορθολογιστική αμφισβήτιση κυριαρχεί, αυτή η άκαμπτη στάση που κατά προέκταση δεν θα αναγνώριζε το χέρι του Θεού στο βίο κανενός Αγίου, ούτε στα θαύματα του ίδιου του Χριστού. Αυτή η στάση αδυνατεί να κατανοήσει πως ο αγράμματος Χριστός και οι ψαράδες μαθητές Του άλλαξαν τον κόσμο με το ανυπέρβλητο Ευάγγελιό Του, καθώς αφαιρεί από τη λογική της ακολουθία την παντοδυναμία του Θεού, την πιθανότητα της Θείας παρέμβασης στα ανθρώπινα.
Έτσι, ενώ ο συγγραφέας παραδέχεται ότι ο Παπουλάκος “ήταν ανέκαθεν θεοσεβούμενος, ήσυχος άνθρωπος, φρόντιζε τις εκκλησίες, ήταν γεμάτος σέβας για τα “θεοτικά”, ποτέ δεν έδειξε ροπή προς την καλοπέραση, όλα τα δώρα που έπαιρνε τα μοίραζε στούς φτωχούς, η πίστη και μόνο καθόριζε την επιρροή του, η επίδραση του κηρύγματός του ήταν ευεργετική κ.α”, εντούτοις λοιδωρεί ανελέητα το θαυμαστό γεγονός που τον εξώθησε στη ζωη της αφιέρωσης και του κηρύγματος, θεωρώντας το αυθαίρετα ως παραλήρημα ασθένειας!
Επίσης αναφέρεται στα θαύματα του Παπουλάκου χαρακτηρίζοντάς τα ως “αναπόδεικτα” (υπάρχουν άραγε αποδεδειγμένα θαύματα;) και για να εξυπηρετηθούν οι άθεες απόψεις του επιλέγει τις συνήθεις εκφράσεις των αρνητών της πίστεως στις περιγραφές, π.χ. “το θαύμα υποτίθεται ότι έγινε”, “σύμφωνα με τις φήμες”, “παρίστανε ότι ακούει την Παναγία” κ.α.
Έπειτα, ενώ ομολογεί τη θετική επίδραση του κηρύγματος του Παπουλάκου για τα ήθη των πιστών και παραδέχεται ότι το περιεχόμενό του ήταν θρησκευτικό και δεν είχε στόχο την κατάληψη της εξουσίας, επιμένει να αρνείται την αγιότητά του και θεωρεί το προφητικό του χάρισμα ως ανοησία, υποτιμώντας έτσι τη νοημοσύνη του αναγνώστη με το να προβάλλει το μορφωτικό επίπεδο του καθενός ως μοναδικό κριτήριο για την απόφαση περί αγυρτίας η αγιοσύνης. Εξετάζει δηλαδή ένα κατεξοχήν θεολογικό θέμα όπως είναι η αγιότητα, με καθαρά κοσμικά κριτήρια, θεοποιώντας την ανθρώπινη γνώση και μόρφωση και παραβλέποντας την ύπαρξη της θεϊκής βούλησης, την έμπνευση του Αγίου Πνεύματος που φωτίζει και ενεργεί
μέσα από τούς αγίους ανθρώπους και αναγνωρίζεται από τις φιλαλήθεις και καθαρές ψυχές.
Αναφέρεται ακόμη σε περιστατικά βλάσφημα για το πρόσωπο του Παπουλάκου, χωρίς αναφορά στις πηγές που τα τροφοδοτούν, εξάγοντας έτσι αναξιόπιστα συμπεράσματα. Κι όμως, για τον “υποψιασμένο” αναγνώστη που βιώνει την παρουσία του Χριστού, τα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο είναι υπεραρκετά για να αναγωρίσει τον αυθορμητισμό και την εσωτερική φλόγα της αληθινής πίστης που εξώθησε σε προχωρημένη ηλικία τον Παπουλάκο ν ἀγωνιστεῖ για το καλό του Ελληνικού γένους. Γιατί ο αγράμματος γέροντας ήταν πραγματικά φωτισμένος κήρυκας που πολέμησε με σθένος, όχι την επιστήμη και την πρόοδο, αλλά τα “άθεα γράμματα” που οδήγησαν στον ξεπεσμό των αξιών, στη φθορά των ηθών, στην εγωκεντρική ζωη ενός τεχνολογικού πολιτισμού στερημένου από πνευματική ανάσα. Αγωνίστηκε να ενσταλάξει στο λαο το Φως του Ευαγγελίου, που είναι απαραίτητο για την αληθινή πρόοδο της κοινωνίας, που χρειάζεται αγάπη και αρετή και που δεν κατακτάται μόνο με την ανθρώπινη προσπάθεια, αλλά είναι δωρεά του Θεού στον άνθρωπο.
Ο συγγραφέας σκανδαλίζεται από την ευθύτητα του λόγου του Παπουλάκου, όπως ακριβώς σκανδαλίζονταν οι Φαρισαίοι από τον καυστικό λόγο του Χριστού. Αρνείται να δεχθεί την οξύτατη διορατικότητα και προορατικότητα του Αγίου, χαρίσματα που ανάγκασαν τα πλήθη να τον ακολουθούν με εμπιστοσύνη και αποφεύγει να εξηγήσει πως συμβαίνει οι εκπληκτικές προφητείες του να βρίσκουν εκπλήρωση, συνταυτιζόμενος απλώς με τούς μορφωμένους που
χωρίς να τον έχουν δει ποτέ, τον περιγελούσαν από τα σαλόνια τους.
Η άρνηση του Παπουλάκου είναι άγνοια της ίδιας της αγιότητας, του βιώματος της θεοπτείας, της γνώσης των γνώσεων που είναι η γνώση περί Θεού, μια βιωματική κατάσταση πολύ γνωστή στην Ορθόδοξη παράδοση, άγνωστη όμως στην εκκοσμικευμένη διανόηση.
Εξάλλου στο “φιλοσοφικό του παράρτημα” ο συγγραφέας θέτει καθαρά το ψευδοδίλημμα της αναγκαστικής επιλογής μεταξύ χριστιανικής παράδοσης και ορθολογιστικής προόδου, απορρίπτοντας εσφαλμένα κάθε σύνδεσμο μεταξύ των δύο μεγεθών, ξεχνώντας ότι ο Δυτικός πολιτισμός προόδευσε στηριζόμενος παράλληλα σε δύο πυλώνες, τη λογική και τον χριστιανισμό μαζί. Κατηγορεί τον Παπουλάκο για αφελή άγνοια, επειδή υποτίθεται ότι ταύτιζε κάθε πρόοδο με τις ενέργειες του Διαβόλου, τη στιγμή που ο ίδιος λαμβάνει ακραία θέση από την αντίπερα όχθη, μιλώντας για “σκοτεινούς αιώνες της θεοκρατίας” και τελειότητα της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας”, απαξιώνοντας τόσο ολόκληρο τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, όσο και τον ίδιο τον Σωτηριολογικό ρόλο του Χριστού.
Θεοποιεί ο συγγραφέας τη διεύρυνση του ανθρώπινου νου προς την επιστήμη και την ευημερία, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την ηθική τάξη που έχει θέση ο Θεός ως Δημιουργός της φύσης, ως Πηγή της Ζωής, ως Αιώνιος Νομοθέτης για τούς ανθρώπους. Ο Παπουλάκος υπερασπίσθηκε
αυτή την ηθική τάξη που γνώριζε η Ορθόδοξη Ελληνική Παράδοση, ελέγχοντας την αμαρτωλή ζωη του λαού, αλλά και την εξουσιαστική αλαζονεία της Βαυαροκρατίας που έπληττε τόσο το εθνικό όραμα, όσο και τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων. Υπερασπίσθηκε επίσης τη Μεγάλη Ιδέα και την απελευθέρωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ήταν και παραμένει ο πνευματικός σύνδεσμος ολοκλήρου του Ελληνισμού. Υπερασπίσθηκε την Ορθόδοξη πίστη που διατήρησε την Εθνική μας ταυτότητα κατά τούς αιώνες της Τουρκοκρατίας και οδήγησε στην ιστορικά απίθανη επιτυχία της Επανάστασης του 21, μια πίστη που ήταν σωτηρία για τούς Έλληνες και παραλογισμός για τούς ορθολογιστές Βαυαρούς.
Η θριαμβευτική πορεία του Παπουλάκου, η καταδίκη του από τη διοικούσα Εκκλησία, η προδοσία, η σύλληψη και η φυλάκισή του, θυμίζουν έντονα την πορεία του Χριστού από τη Βαϊοφόρο ως τον Γολγοθά. Όμως, η αγία του μορφή καθόλου δεν πέρασε στη λήθη. 150 χρόνια μετά την κοίμησή του, μένει ολοζώντανος και τιμάται ως Άγιος και προφήτης του Χριστού στη μνήμη του λαού της Πελοποννήσου, ενός λαού που αναμένει με λαχτάρα και την επίσημη κατάταξή του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, τώρα που οι καιροί κάνουν αυτή την πράξη πιο επιτακτική.
Ως κατακλείδα του βιβλίου επιφυλάσσεται ένας έντεχνος, θλιβερός ύμνος στο μηδενισμό. Η θυσία ως υπέρτατη απόδειξη της αγάπης είναι αδιανόητη για τον άθεο άνθρωπο. Είναι δεδομένη όμως για το πιστό χριστιανό, που ξέρει ότι ο Υιός του Θεού πέρασε φρικτά πάθη για τη σωτηρία του κόσμου που ξέρει, ότι οι Άγιοι όλων των εποχών σηκώνουν τον προσωπικό τους σταυρό προτού φθάσουν στην Ανάσταση.
Με αυτά τα δεδομένα γίνεται, πιστεύουμε, κατανοητό το γιατί επιστρατεύθηκε ο γνωστός δημοσιογράφος κ. Καμπουράκης, αυτή την εποχή, για να προωθηθεί μέσω ενός μεγάλου τηλεοπτικού διαύλου ένα τέτοιο βιβλίο. Ο Παπουλάκος είναι σύμβολο και τέτοια σύμβολα είναι επικίνδυνα και σήμερα. Στην εποχή της χειραγώγησης των λαών από τα ΜΜΕ, κάθε υγιής επαναστατική φωνή είναι επικίνδυνη. Και ένα έθνος που περνά μια βαθειά-πνευματική κατά κύριο λόγο-κρίση και στερείται προτύπων, ηρώων και αξιών, κοιμάται καλά και δεν πρέπει να ξυπνήσει. Η Ελλάδα δεν έχει πολλές ελπίδες να ξυπνήσει όσο η Εκκλησία καθηλώνεται με ανύπαρκτα και υπαρκτά σκάνδαλα...Όσο ακόμα ένας άγιος, βαπτίζεται “αγύρτης”!
|