Του Πρωτοσυγκέλλου της Ι.Μ. Φωκίδος, Γέροντος Νεκταρίου Μουλατσιώτη
Αγαπητοί μου αδελφοί. Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο ευαγγελιστής Ματθαίος μας περιγράφει το θαύμα που επιτέλεσε ο Χριστός σε δυο δαιμονισμένους, οι οποίοι κατάγονταν από τη χώρα των Γεργεσηνών.
Τα Γέργεσα ήταν ειδωλολατρική πόλη κοντά στην λίμνη της Γαλιλαίας. Περνώντας από εκεί ο Χριστός, συναντά δυο δαιμονισμένους, οι οποίοι ήταν αρκετά χρόνια άρρωστοι και υποδουλωμένοι στην ενέργεια του σατανά. Ζούσαν μέσα στους τάφους, περιπλανιόντουσαν σε ερημικά μέρη και τρομοκρατούσαν τους ανθρώπους που τους πλησίαζαν.
Συναντώντας τον Χριστό, προσέχουμε ότι οι δαίμονες αναγνωρίζουν ότι Αυτός είναι ο Υιός του Θεού, Εκείνος που θα κρίνει και τον άνθρωπο και τον διάβολο, γι' αυτό και Τον παρακαλούν να μην τους βασανίσει. Την στιγμή εκείνη, βρίσκεται στο διπλανό λόφο ένα μεγάλο κοπάδι από δυο χιλιάδες γουρούνια, που βόσκουν εκεί. Οι δαίμονες ικετεύουν τον Χριστό να μην τους στείλει στην άβυσσο, αλλά να τους επιτρέψει να μπουν μέσα στα γουρούνια. Πράγματι ο Κύριος τους δίνει την άδεια να εισέλθουν στους χοίρους, τους οποίους παρασύρουν μέσα στη θάλασσα, με αποτέλεσμα να πνιγεί όλη η αγέλη.
Γιατί όμως ο Κύριος επέτρεψε στους πονηρούς δαίμονες να μπουν στα γουρούνια και δεν τους έστειλε στις πέτρες ή στα δέντρα ή στα πουλιά; Διότι το γουρούνι θεωρείτο ακάθαρτο ζώο από τον Μωσαϊκό νόμο. Και ο διάβολος αγαπάει την ακαθαρσία, την βρωμιά και την αμαρτία. Όπως το γουρούνι αρέσκεται να κυλιέται στις ακαθαρσίες, το ίδιο και ο διάβολος αρέσκεται να μένει στην ακαθαρσία, αλλά και να βλέπει εμάς τους ανθρώπους να κυλιόμαστε στην βρωμιά της αμαρτίας.
Αφού λοιπόν ο Χριστός ελευθερώνει τους δυο δαιμονισμένους από την τυραννία του διαβόλου, εκείνοι πλέον πηγαίνουν και κάθονται στα πόδια Του ήρεμοι και νηφάλιοι. Και ενώ θα περίμενε κανείς από τους κατοίκους των Γεργέσων να έχουν χαρά και ευγνωμοσύνη προς το Χριστό που επιτέλεσε τέτοιο θαύμα, αυτοί ζητούν κάτι παράδοξο. Ζητούν από το Χριστό, όχι να μείνει κοντά τους, ώστε να ευεργετήσει και άλλους αρρώστους που ίσως υπήρχαν εκεί, αλλά να φύγει μακριά τους. Αντί να Τον φιλοξενήσουν, Τον διώχνουν μακριά, σαν εγκληματία. Αντί να Τον ευχαριστούν που ελευθέρωσε τους ανθρώπους από την τραγική τους κατάσταση, αυτοί στεναχωριούνται, επειδή πνίγηκαν τα γουρούνια τους και έχασαν την παράνομη περιουσία τους. Αντί να Τον υμνήσουν και να Τον δοξολογήσουν, Τον απορρίπτουν, διότι φοβούνται.
Τι είναι όμως αυτό που φοβήθηκαν οι Γεργεσηνοί, ώστε να ζητήσουν από τον Χριστό να φύγει μακριά από την πόλη τους; Μήπως ότι θα πάθαιναν κάτι κακό; Μα τι κακό να τους κάνει ο Χριστός, ο οποίος έζησε «ευεργετών και ιώμενος πάντας»; Φοβήθηκαν ίσως αυτό που φοβόμαστε και εμείς οι σημερινοί χριστιανοί. Ότι δηλαδή, αν ο Χριστός μείνει κοντά μας, δεν θα μπορούμε πλέον να αμαρτάνουμε ελεύθερα. Ότι θα πρέπει να κόψουμε τα δεσμά της αμαρτίας και να αρνηθούμε κάθε φιληδονία και φιλοδοξία μας. Ότι θα πρέπει να αλλάξουμε τρόπο ζωής. Ότι θα πρέπει να πάψουμε να είμαστε φίλαυτοι και εγωιστές. Θα πρέπει να θυσιάσουμε το ατομικό μας συμφέρον για χάρη του Χριστού, και αυτό είναι κάτι που δεν μας ευχαριστεί.
Δεν καταλαβαίνουμε ότι η παρουσία του Θεού στη ζωή μας, μας ελευθερώνει, μας αναπαύει, μας κάνει αληθινά χαρούμενους και ευτυχισμένους. Δεν καταλαβαίνουμε ότι όσο απομακρυνόμαστε από το θέλημα του Θεού, γινόμαστε δυστυχισμένοι και ταλαίπωροι, χωρίς να έχει η ζωή μας κανένα πλέον νόημα. Φοβόμαστε να πούμε στο Θεό «γενηθήτω το θέλημά Σου», διότι ο Θεός μπορεί να θέλει διαφορετικά πράγματα από εκείνα που επιθυμούμε εμείς. Όμως ο Θεός, σαν καλός Πατέρας που είναι, αγαπάει κάθε άνθρωπο, όσο αμαρτωλός και αν είναι και γνωρίζει πολύ καλύτερα από αυτόν τί τον συμφέρει και τι τον ωφελεί πραγματικά. Διότι ποιος γνήσιος πατέρας είναι ικανός να βλάψει το παιδί του ή να μην θέλει την ευτυχία του;
Αλλά οι Γεργεσηνοί σαν ανόητα παιδιά δεν καταλαβαίνουν το πραγματικό συμφέρον της ψυχής τους και διώχνουν μακριά τον Χριστό! Διότι τους αρέσει να κυλιούνται στην αμαρτία, τους αρέσει το σκοτάδι περισσότερο από το φως...
Με τον ίδιο τρόπο δυστυχώς ενεργούν και πολλοί από εμάς, τους σημερινούς χριστιανούς, στη δική μας κοινωνία. Απωθούμε το Θεό από τη ζωή μας και θεοποιούμε το χρήμα, νομίζοντας ότι έτσι θα είμαστε ευτυχισμένοι. Διώχνουμε οτιδήποτε μπορεί να μας θυμίζει το Χριστό. Μας ενοχλούν οι ιερές εικόνες στα δημόσια κτήρια. Μας ενοχλεί ο ήχος της καμπάνας. Μας ενοχλεί το ράσο και η παρουσία του ιερέα στις δημόσιες εκδηλώσεις. Μας ενοχλεί όταν η Εκκλησία έχει λόγο στη ζωή μας.
Είμαστε ίσως ικανοί και εμείς, παρόλο που ονομαζόμαστε χριστιανοί, να σκοτώσουμε δυο ανθρώπους, εάν με την πράξη μας αυτή κερδίσουμε δυο χιλιάδες γουρούνια. Ας αναλογιστούμε, άραγε υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που από αγάπη θα θυσιάζαμε δυο χιλιάδες γουρούνια ή μερικά από τα κτήματά μας ή το σπίτι μας, για να σώσουμε τη ζωή δυο δαιμονισμένων;
Αδελφοί μου. Στο τέλος της ευαγγελικής περικοπής, βλέπουμε τον Χριστό να φεύγει αδιαμαρτύρητα, χωρίς κανένα παράπονο, από την πόλη των Γεργεσηνών. Ήσυχα, κατεβαίνει από το λόφο, μπαίνει στο πλοίο και αναχωρεί. Ας προσέξουμε και εμείς, μήπως με τη ζωή και τα έργα μας έχουμε διώξει το Θεό από την οικογένεια και την πατρίδα μας. Ας προσέξουμε μήπως έχουμε διώξει την αιώνια Ζωή, που είναι ο Χριστός, και κυλιόμαστε στη λάσπη των χοίρων. Και ας διαλέξουμε επιτέλους να ακολουθήσουμε και να βαδίσουμε την οδό του Χριστού, στον Οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνηση στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
|