Όταν το 312 ο Μέγας Κωνσταντίνος εξεστράτευσε εναντίον του τυράννου της Ρώμης Μεξεντίου, την παραμονή της οριστικής μάχης είδε να σελαγίζει στον ουρανό, σχηματισμένο από άπλετο φως ηλιακών ακτίνων, το σημείο του Σταυρού με την επιγραφή «εν τούτω νίκα». Ύστερα από την θαυμαστή αυτή επιφάνεια κατεκόσμησε τα πολεμικά του λάβαρα με το τρόπαιο του Σταυρού, και θέτοντας αυτά επί κεφαλής των στρατευμάτων του κέρδισε περίλαμπρη νίκη, η οποία τον κατέστησε κύριο ολοκλήρου του ρωμαϊκού κόσμου και του επέτρεψε να εξασφαλίσει τον θρίαμβο του χριστιανισμού.
Από τότε ο ευσεβής βασιλεύς έτρεφε τον πόθο να βρει το τίμιο ξύλο. Η ευκαιρία του δόθηκε κατά την διάρκεια της Α’ Οικουμενικής Συνόδου (325), όταν πληροφορήθηκε από τον επίσκοπο Αιλίας (Ιεροσολύμων) Μακάριο περί της αγίας Πόλεως. Στο εικοστό λοιπόν έτος της βασιλείας του (326) έστειλε την μητέρα του αγία Ελένη στους Αγίους Τόπους, με σκοπό να τους καθαρίσει από τα είδωλα και να ανεύρη τον Τίμιο Σταύρο και τους τόπους του πάθους του Κυρίου, που είχαν καλυφθεί από τον αυτοκράτορα της Ρώμης Αδριανό Αίλιο (117 -138).
Ως αντίποινα σε εξέγερση των Ιουδαίων (132 – 135) ο Αδριανός είχε ανασκάψει όλη την αγία Πόλη και είχε καταχώσει κάτω από τις επιχωματώσεις τα ιερά της, ώστε να εξαφανισθεί κάθε μνήμη της ιουδαϊκής και χριστιανικής θρησκείας. Στην νέα πόλη που ανίδρυσε, την Αιλία Καπιτωλίνα, δέσποζε η ειδωλολατρία με κύριους ναούς της το Καπιτώλιο, στην θέση του ναού του Σολομώντος, και τον ναό της Αφροδίτης, στην θέση του Γολγοθά και του παναγίου Τάφου.
Με οδηγό τις πληροφορίες της τοπικής παραδόσεως οι εργάτες του Μεγάλου Κωνσταντίνου κατεδάφισαν το μυσαρό ειδώλιο της Αφροδίτης, έσκαψαν το έδαφος σε μεγάλο βάθος και πέταξαν μακριά από την πόλη όλα τα χώματα και τα υλικά, ως μολυσμένα από τις δαιμονικές θυσίες. Τότε αποκαλύφθηκε ο Γολγοθάς και το σπήλαιο του παναγίου Τάφου. Λίγο πιο πέρα βρέθηκαν καταχωμένοι οι τρεις σταυροί, τα τρία καρφιά, που είχαν χρησιμοποιηθεί για να προσηλώσουν επάνω στον Σταυρό οι Ιουδαίοι το ζωοποιό σώμα του Κυρίου και η ξύλινη πινακίδα με την επιγραφή.
Για να διακρίνει ποιος από τους τρεις σταυρούς ήταν του Σωτήρος, ο σοφώτατος Μακάριος με θερμή προσευχή ακούμπησε κάθε ένα χωριστά επάνω σε βαριά ασθενή γυναίκα. Ο Σταυρός του Κυρίου αμέσως θαυματούργησε χαρίζοντας στην ασθενή της υγεία της.
Ευθύς ο επίσκοπος, η βασίλισσα και όλοι οι άρχοντες της συνοδείας της το προσκύνησαν με πολλή ευλάβεια και τον ασπάσθηκαν. Επειδή δεν ήταν εύκολο να τον ασπασθούν όλοι οι χριστιανοί, ζήτησαν τουλάχιστον να δουν από μακριά το όργανο της απολυτρώσεώς μας. Ο μακαριώτατος επίσκοπος ανέβηκε επάνω στον άμβωνα και υψώνοντας τον Σταυρό με τα δυο του χέρια τον έδειξε στον λαό του Θεού, που εκραύγαζε το «Κύριε, ελέησον».
Από τότε οι θείοι Πατέρες εθέσπισαν να εορτάζεται κάθε χρόνο η Ύψωσις του τιμίου Σταυρού από όλες τις Εκκλησίες, όχι μόνο εις ανάμνηση του γεγονότος, αλλά και για να δειχθεί ότι το σύμβολο αυτό της κατάρας έγινε το καύχημα και το αγαλλίαμά μας.
Σήμερα με την επανάληψη της πράξεως αυτής του επισκόπου Μακαρίου υψώνοντας δηλαδή τον Σταυρό προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντος και ψάλλοντας το «Κύριε, ελέησον» - ομολογούμε ότι ανεβαίνοντας ο Χριστός στον Σταυρό ήθελε να αποκαταλλάξει τα πάντα εις Αυτόν, να ενώσει τα πέρατα της γης, το πλάτος και μήκος και βάθος και ύψος εν τω σώματί Του, ώστε να έχουμε δι’ Αυτού την προσαγωγή προς τον Πατέρα (Πρβλ. Κολ. 1, 20, Εφ. 3, 18).
Πηγή: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας - Εκδόσεις Ίνδικτος
|