Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 1867 στην κωμόπολη Τρίγλια της Προποντίδος κοντά στα Μουδανιά εκεί όπου στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 υπογράφτηκε η ομώνυμη επαίσχυντη ανακωχή, η οποία επεσφράγιζε τη μεγαλύτερη ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού: εγκατάλειψη της Μ. Ασίας και της Ανατ. Θράκης. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος.
Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868, όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας.
Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική. Ο βιογράφος του Σπυρίδων Λοβέρδος μας δίνει το ακόλουθο πορτραίτο του Χρυσοστόμου ως μαθητού: «Αγχίνους, τολμηρός, φιλόπρωτος, ενθουσιώδης, φιλότιμος, οξύς, επίμονος, φίλαλος (...). Πάντοτε επέσυρε την αγάπη των διδασκάλων του, οίτινες προθύμως παρέβλεπον τας εξ αγαθής προθέσεως και ευθείας συνειδήσεως παρεκτροπάς του»(2).
Ενωρίτατα ο Χρυσόστομος εξεδήλωσε τη διάθεση να γίνει κληρικός. Ο πατέρας του πώλησε το πατρκό κτήμα της συζύγου του, για να τον στείλει «εσωτερικόν» στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (το δικό του πατρικό κτήμα το είχε πωλήσει για να στείλει τον πρωτότοκο Ευγένιο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή). Ο Χρυσόστομος έφθασε στη Χάλκη το 1884. Εκεί, όπως λέγει ο ίδιος, «εποτίσθη το άδολον γάλα της θεοσεβείας και τον γλυκύν χυμόν της γνώσεως». Διδάσκαλοί του στη Σχολή υπήρξαν ο διευθυντής Γερμανός Γρηγοράς, ο Φιλάρετος Βαφείδης, μετέπειτα μητροπολίτης Διδυμοτείχου, ο Μιχαήλ Κλεόβουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Σάρδεων, ο Απόστολος Χριστοδούλου, μετέπειτα μητροπολίτης Σερρών, ο Ευμένιος Ξηρουδάκης, αργότερα μητροπολίτης Κρήτης, και άλλοι. Κοντά στους εμπνευσμένους αυτούς διδασκάλους ο Χρυσόστομος ενωτίσθη όχι μόνο τα θεία ρήματα της θρησκείας μας αλλά και τη διαχρονικότητα και υπερχρονικότητα του ελληνικού πνεύματος, του υπό δουλείαν ζώντος, δρώντος και ζωοποιούντος. Όπως έλεγε αργότερα από του άμβωνος ο ίδιος, «το ελληνικόν πνεύμα ελαξεύθη εις το μάρμαρον, εσμιλεύθη εις τους θριγκούς των ναών, εχαράχθη εις τον πάπυρον, έλαμψεν εις τας δέλτους της Ιστορίας, εκράτησε τας επάλξεις του πολιτισμού, περιεσώθη διά της παραδόσεως και κρύπτεται ακόμη εις τα σπλάγχνα της γης αναμένον την σκαπάνην του αρχαιολόγου».
(Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα».
Ο Χρυσόστομος συνένωνε μέσα του σαν δύο αξεδιάλυτα στοιχεία τον ελληνικό λόγο και το χριστιανικό πνεύμα και διαμόρφωνε ένα ελληνοχριστιανικό ήθος, με κύριο συστατικό την αρετή, υπό την διττήν αυτής έννοια, ήτοι την αρχαιοελληνική που δηλώνει την τάση προς ανδροπρεπή τελείωση, αυτό που ο λαός μας λέει «λεβεντιά», και την χριστιανική, που δηλώνει τη διαρκή και σταθερή τάση του να θέλεις και να πράττεις το αγαθόν. Και πέρ' από αυτό: ο Χρυσόστομος εξέφραζε και το ομηρικό ιδεώδες του «λόγων μεν ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ». Εξαίρετος ομιλητής αλλά και εκτελεστής. Δεν ήταν άνθρωπος μόνο των ωραίων λόγων αλλά και των ωραίων έργων. Η φύση ακόμη τον είχε προικίσει και με άλλα χαρίσματα: υψηλό και επιβλητικό παράστημα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Η μορφή του είχε, όταν έγινε κληρικός, κάτι το ιεροπρεπές και αρχαιοπρεπές.
Αλλά και η τύχη δεν υπήρξε φειδωλή απέναντί του. Το 1887 επισκέφθηκε τη Σχολή της Χάλκης ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Κωνσταντίνος Βαλιάδης και εζήτησε να γνωρίσει τον πρωτεύοντα σε επιδόσεις σπουδαστή. Ο Γερμανός Γρηγοράς του παρουσίασε τον Χρυσόστομο. Έκτοτε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης έγινε εγγυητής, ήτοι κηδεμόνας του Χρυσοστόμου. Εκάλυπτε τα έξοδά του και παρακολουθούσε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος τελείωσε τις σπουδές του με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο μέσα στη Σχολή και αμέσως τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και μετά στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Κοντά στον μητροπολίτη Κωνσταντίνο ό Χρυσόστομος εδιδάχθη πολλά. Πέρα από τις χριστιανικές αρετές, καλλιέργησε το οργανωτικό πνεύμα και απέκτησε διοικητική πείρα, στοιχεία που αργότερα τον βοήθησαν σημαντικά. Η θεολογική κατάρτιση αλλά και το επιθετικό πνεύμα του έλαμψαν για πρώτη φορά δημοσίως το 1896.
Οι καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, αυτοί που κατά την ίδια περίοδο με τον διαβόητο Φαβαιριάλ δημιουργούσαν το «κουτσοβλαχικό ζήτημα» στη Μακεδονία, θέλοντας να προσελκύσουν και να προσηλυτίσουν το χριστιανικό στοιχείο της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας!
Ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος τους κατετρόπωσε επιστημονικά, με σειρά δημοσιευμάτων του που εκδόθηκαν σε βιβλίο, με αποτέλεσμα οι Λαζαριστές να υποχωρήσουν και να υποστηρίξουν ότι δεν πρόκειται περί του τάφου αλλά περί του οίκου της Θεοτόκου*.Αρκούσαν στο Χρυσόστομο μερικές περικοπές από εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να τους κάνει καταγέλαστους, πράγμα που επέτρεψε στόν Μητροπολίτη Σμύρνης Βασίλειο να πεισει τον Ρώσο πρεσβευτή Ζηνόβιεφ να παρέμβει στην Πύλη και να ματαιώσει το θεατρικό προσκύνημα ενός συρφετού θρησκομανών Καθολικών, υπό την ηγεσία τριών Καρδιναλίων!
«Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως, αίτιοι είναι οι πολιτικοί και οι προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος [...] Ζήτημα είναι εάν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της ημετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι εις θυσίαν και μαρτύριον.»
Απόσπασμα από την τελευταία επιστολή του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 25 Αυγούστου του 1922.
Αλλ' ο νεαρός Χρυσόστομος δεν επαναπαύθηκε στις χλωρές δάφνες της πρώτης θεολογικής επιτυχίας του. Μετά από λίγο εκδίδει ένα δίτομο έργο αποτελούμενο από 1.110 σελίδες με τίτλο «Περί Εκκλησίας»! Το έργο χωρίζεται σε 4 βιβλία. Το πρώτο πραγματεύεται τις διαφορές Ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Προτεσταντισμού. Το δεύτερο, την Ομολογία του Πέτρου Μογίλα, ήτοι ανάλυση της Ορθοδόξου Πίστεως, το τρίτον έλεγχο του Προτεσταντισμού και το τέταρτο τις πλάνες του Καθολικισμού.
Το ογκώδες αυτό σύγγραμμα αποδεικνύει όχι μόνο τη φιλομάθεια, το ερευνητικό πνεύμα, την πλήρη γνώση των Γραφών, αλλά και την ανεξάντλητη αντοχή του νεαρού Ιεροδιακόνου. Όμως εκεί όπου περισσότερο ανεδείχθη και μέχρι της τελευταίας πνοής ελαμπρύνθη ο Χρυσόστομος ήταν το κήρυγμα. Κήρυγμα αρμονικό, με λόγο μεστό από υψηλά θρησκευτικά, ηθικά και εθνικά νοήματα. Μετέτρεψε τον άμβωνα σε έπαλξη. Υπήρξε ο δεύτερος, μετά τον συνώνυμό του Μεγάλο Πατέρα, «χρυσορρόας ποταμός» της Εκκλησίας μας. Ένας νεώτερος Δημοσθένης, αλλά χωρίς την πολιτική μυωπία του αρχαίου. Ο Χρυσόστομος έβλεπε και μακριά και ψηλά.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος ανεκηρύχθη Οικουμενικός Πατριάρχης. Και στις 18 Μαΐου του αυτού έτους με δική του εισήγηση προς την Ιερά Σύνοδο χειροτονείται πρεσβύτερος ο Χρυσόστομος και αμέσως χειροθετείται σε μέγα πρωτοσύγκελλο του οικουμενικού θρόνου. Αξίωμα σημαντικό και πλήρες ευθυνών, ιδίως κατά την περίοδο αυτή που έχει εκσπάσει η Κρητική Επανάσταση, ο ατυχής πόλεμος του 1897, τό επιδρομικό μένος των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά της Μακεδονίας και έχει αρχίσει ν' αναπτύσσεται η δράση των ρουμανιζόντων και της ουνίας. Από την άλλη, «η πανσλαβιστική παλαιστίνειος εταιρεία υπό τον Ποπεδονότσεφ επεζήτη εις μεν την Βαλκανικήν να αλλοιώση τον ελληνικόν χαρακτήρα του Αγίου Όρους, εις δε την Ασίαν να μεταβάλη το απ' αιώνων εθνολογικόν πνεύμα των θρόνων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων» .
Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε', προ της δυσμενούς για τον Ελληνισμό και την Ελληνική Ορθοδοξία τροπής, επέδειξε αξιόλογη διπλωματική επιδεξιότητα και τόλμη. Το Πατριαρχείο επί αιώνες, λόγω πολιτιστικής και θρησκευτικής συγγενείας, είχε μια φιλορρωσική απόκλιση. Αλλ' η Ρωσία, αφ' ότου ενηγκαλίσθη τη Βουλγαρία και η εξωτερική πολιτική της περιήλθε στα χέρια των πανσλαβιστών, άρχισε να ενεργεί εις βάρος των συμφερόντων του Πατριαρχείου και του Ελληνισμού. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε' αναγκάσθηκε τότε να στραφεί προς την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία είχε θέσει σε σύνοδο επισκόπων της το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών (Ιούλιος 1897 στο Labeth).
Επωφελούμενος από το γεγονός αυτό ο Πατριάρχης ετόλμησε να συγκαλέσει επιτροπή από Έλληνες και Άγγλους κληρικούς υπό την προεδρία του πρωτοσύγγελου Χρυσοστόμου για να μελετήσει το ζήτημα της ενώσεως (3) Παράλληλα, η συμμετοχή του Πατριαρχείου στο πένθος για το θάνατο της βασίλισσας Βικτωρίας εξασφάλισε ένα ισχυρό αντιστήριγμα στη χειμαζόμενη Ελληνική Εκκλησία. Ο άγγλος πρεσβευτής O'Konnor βοήθησε σημαντικά τον Πατριάρχη στην επίλυση πολλών εκκρεμών προβλημάτων.
Παρά τα πολλαπλά και δυσανάλογα για την ηλικία του καθήκοντα, ο τριακονταετής πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος ουδέποτε ελησμόνησε τα θρησκευτικά του καθήκοντα, κυρίως δε το κήρυγμα. Κλασικά υποδείγματα θρησκευτικού λόγου είναι οι 6 επιμνημόσυνοι λόγοι που εξεφώνησε κατά τα έτη 1900-1902 και ιδιαίτερα ο λόγος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τέως Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, που ήταν πνευματικός πατέρας του Κωνσταντινου Ε', και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τον οποίο εξεφώνησε την Μεγάλη Παρασκευή του 1901.
Ο βιογράφος του Χρυσοστόμου Σπυρίδων Λοβέρδος, που έζησε επί έτη πολλά πλησίον του, αφού εξαίρει το ρητορικό τάλαντο του Χρυσοστόμου, παρατηρεί: «Επί του άμβωνος ο Χρυσόστομος είναι χριστιανός προετοιμάζων μάρτυρας, αλλ' είναι περισσότερον παιδαγωγός χαλυβδώνων καρδίας προς μεγάλας και ηρωικάς πράξεις». Και αυτό το θείο χάρισμα της παιδαγωγίας εις ηρωισμόν επεσφράγισε ο Χρυσόστομος με τον ηρωικό θάνατό του. Κι αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τα σχολεία μας σήμερα: η παιδαγωγία εις ηρωισμόν. Γι' αυτό τα παιδιά μας λατρεύουν, όπως το έγραψε στο άρθρο του ο σεβ. Δημητριάδος, τους ήρωες που δεν έχουν ηρωικό ήθος ή κάποιες τενεκεδεκρόταλες δόξες.
Το 1901 απομακρύνεται από τον Οικουμενικό Θρόνο ο μετριοπαθής Κωνσταντίνος Ε' και ανέρχεται για δεύτερη φορά στο πατριαρχικό αξίωμα ο δυναμικός Ιωακείμ Γ', που δίνει στην πολιτική του Πατριαρχείου έντονο ελληνικό χαρακτήρα και επιθετικό προσανατολισμό. Αξιοποιεί ό,τι πιό δυναμικό και φλογερό διαθέτει η Μεγάλη Εκκλησία και το στέλλει στις περιοχές που κρίνεται η τύχη του Ελληνισμού. Π.χ. τον εθνομάρτυρα Φώτιο Καλπίδη (1868-1906)**, στην Κορυτσά, τον εθνομάρτυρα Αιμιλιανό στα Γρεβενά*** και τον Χρυσόστομο, παρ' όλο που ανήκε στον κύκλο των αντιπάλων του, προβλέποντας και προλέγοντας την εξέλιξή του, τον κάνει Μητροπολίτη Δράμας.
Η εκλογή του τριακονταπενταετούς Χρυσοστόμου έγινε παμψηφεί στις 23 Μαΐου 1902. Όταν πήγε ν' αποχαιρετίσει και ν' ασπασθεί τον Πατριάρχη, αφού άκουσε τις πατρικές συμβουλές του, απάντησε: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου» Ούτω και εγένετο μετά 20 έτη στις 27 Αυγούστου 1922 (με το παλιό ημερολόγιο).
Πηγή: Απόψεις για τους Παπαροκάδες (http://paparokades.blogspot.com/) |