Ο άγιος Απόστολος Θωμάς και η δύναμη της ελεημοσύνης!!!
Ο άγιος Απόστολος Θωμάς, ο λεγόμενος επίσης Δίδυμος, γεννήθηκε στην Ιουδαία από γονείς πτωχούς, οι οποίοι όμως του μετέδωσαν μεγάλη ευλάβεια για τον Μωσαϊκό Νόμο. Ήδη από νεαρή ηλικία απέφευγε τα θορυβώδη παίγνια των συνομηλίκων του και αφιερωνόταν στην ανάγνωση και στη μελέτη της Γραφής. Η γνώση αυτή του λόγου του Θεού και η καλή προαίρεσή του, του επέτρεψαν να αναγνωρίσει δίχως δισταγμούς ότι ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας που είχαν προαναγγείλει οι προφήτες, αμέσως μόλις Εκείνος του παρουσιάσθηκε και τον κάλεσε να Τον ακολουθήσει. Άφησε τη βάρκα του και τα δίχτυα κι έγινε ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου.
 
Διώχθηκε, κυνηγήθηκε, λιθοβολήθηκε από τους Εβραίους, ακολούθησε όμως παντού τον Κύριο με ζήλο τόσο ένθερμο ώστε όταν ο Χριστός πορεύθηκε προς τα Ιεροσόλυμα για να παραδοθεί σ’ εκείνους που θα Τον θανάτωναν, ο Θωμάς είπε στους άλλους μαθητές: «Άγωμεν και ημείς ίνα αποθάνωμεν μετ’ αυτού» (Ιωαν. 11, 16).
Όταν ο Σωτήρ του κόσμου νικήσας τον θάνατο ανέστη εκ του τάφου, παρουσιάσθηκε στους μαθητές του, που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, κεκλεισμένων των θυρών, για τον φόβο των Ιουδαίων και τους ενέπλησε χαράς, δείχνοντάς τους στο σώμα Του σημεία του Πάθους. Κατά επιταγή της θείας Πρόνοιας, ο Θωμάς δεν ήταν τότε μαζί τους και όταν οι υπόλοιποι μαθητές του διηγήθηκαν ότι είδαν τον αναστάντα Κύριο, δεν θέλησε να τους πιστεύσει.
Με άφατη μακροθυμία ο Κύριος εμφανίσθηκε ξανά, μια εβδομάδα αργότερα, ενώπιον των μαθητών και κάλεσε τον Θωμά, να διαπιστώσει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είχε σωματικώς αναστηθεί, λέγοντάς του να θέσει τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων και να ψηλαφίσει την πλευρά που είχε τρωθεί από τη λόγχη. Επανόρθωσε έτσι την ολιγοπιστία του Θωμά και μας δίδαξε ότι και εμείς επίσης καλούμεθα να θέσουμε τον δάκτυλο –όχι σωματικώς αλλά πνευματικώς- στην πλευρά Του και να ποτισθούμε από την αναβλύζουσα Χάρη (Ιωάν. 20, 19-29).
 
Ο Θωμάς βρισκόταν μαζί με τους άλλους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής, όταν το Πνεύμα το Άγιο κατήλθε επ’ αυτών ωσάν γλώσσες πυρός. Επληρώθη τότε θείας δυνάμεως για να κηρύξει στα έθνη τη σωτηρία και του ανετέθη να κηρύξει τον λόγο του Θεού στις μακρινές περιοχές των Μήδων και των Πάρθων (σημερινό Ιράν) και στην Ινδία. Βρισκόταν τότε στα Ιεροσόλυμα ένας άνθρωπος ονόματι Αμβανής, ο οποίος έψαχνε να βρει αρχιτέκτονα ικανό να κτίσει το ανάκτορο του βασιλιά των Ινδιών, ανάκτορο που έπρεπε να ξεπερνά σε μεγαλοπρέπεια, πλούτο και ομορφιά όλα εκείνα των προκατόχων του.
Μαθαίνοντας από τον Κύριο ότι αυτή ήταν η οδός που του είχε επιφυλαχθεί για να ξεκινήσει την αποστολή του, ο Θωμάς παρουσιάσθηκε στον Αμβανή ως σκλάβος έμπειρος στην οικοδομική τέχνη.
Επιβιβάσθηκαν λοιπόν σ’ ένα πλοίο κι έφθασαν στην Ινδία. Ο Θωμάς παρουσιάσθηκε ενώπιον του βασιλέα Γουνδιαφόρου και του υποσχέθηκε να του οικοδομήσει, όπου εκείνος επιθυμούσε, ένα μεγαλειώδες ανάκτορο. Ο βασιλιάς ενθουσιάστηκε από το σχέδιο που του παρουσίασε ο Απόστολος. Έθεσε στη διάθεσή του χρήματα πολλά, χρυσό κι ασήμι, για τις οικοδομικές εργασίες κι έφυγε μετά για μια τριετία στις απομακρυσμένες επαρχίες του βασιλείου του. Μόλις πήρε στα χέρια του όλον αυτό τον θησαυρό, ο Θωμάς έσπευσε να τον μοιράσει κρυφά στους αναρίθμητους πτωχούς και πεινασμένους, για τους οποίους ο βασιλιάς και οι αυλικοί του παντελώς αδιαφορούσαν. Τα θαύματα και το κήρυγμα του Ευαγγελίου που συνόδευαν τις ελεημοσύνες του είχαν ως αποτέλεσμα μεγάλος αριθμός ειδωλολατρών να ασπασθούν την πίστη του Χριστού.
Όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε πως προχωρούν οι εργασίες, ο Θωμάς του ζήτησε και άλλα χρήματα για να τελειώσει, όπως είπε τη στέγη. Πανευτυχής ο βασιλιάς του τα έστειλε, χωρίς διόλου να υποψιάζεται ότι ο Απόστολος μοίραζε τα χρήματα στους γύρω του που είχαν ανάγκη. Φοβερή λοιπόν ήταν η οργή του, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Θωμάς τον είχε εξαπατήσει και ότι τον χρυσό και το ασήμι του το μοίραζε σε ελεημοσύνες. Διέταξε να τον ρίξουν σε έναν λάκκο βαθύ και του επεφύλασσε τα πιο φρικτά βασανιστήρια. Το ίδιο όμως κιόλας βράδυ, ο αδελφός του βασιλέα, που ήταν πολύ άρρωστος, είδε σε οπτασία έναν άγγελο ο οποίος του έδειξε ένα περίφημο ανάκτορο στην αιώνιο βασιλεία των δικαίων. Του είπε ο άγγελος: «Ιδού το ανάκτορο που περιμένει τον αδελφό σου, αυτό που του έκτισε ο Απόστολος Θωμάς». Όταν συνήλθε, διηγήθηκε στον αδελφό του Γουνδιαφόρο τα όσα είδε λέγοντάς του πόσο πιο υπέροχο απ’ όλα τα επίγεια κτίσματα ήταν το ανάκτορο που του είχε κτίσει ο Θωμάς στον ουρανό. Ο βασιλιάς εξεπλάγη, μετανόησε, έδωσε εντολή να βγάλουν τον Απόστολο από τη φυλακή και ζήτησε, όπως κι ο αδελφός του, να βαπτισθεί.
 
Ο άγιος Θωμάς έφυγε κατόπιν και πήγε σε άλλο βασίλειο, όπου βασίλευε ακόμη μεγαλύτερη βία, βαρβαρότης και ασέβεια. Χάρις στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, κατόρθωσε παρ’ όλα αυτά να ελκύσει στην ευσέβεια τη σύζυγο του βασιλέα Τέρτια, τον γιο της Αζάνη και τις δύο κόρες της Μυγδονία και Μαρκία. Κι αφού τους βάπτισε, τους δίδαξε πώς να ακολουθήσουν την οδό της τελειώσεως με άσκηση και αγνότητα. Αυτός ο τρόπος ζωής, ξένος και ακατανόητος για τον αναίσχυντο ηγεμόνα, κίνησε την οργή και τη μανία του. Διέταξε να συλλάβουν τον Θωμά και έστειλε πέντε στρατιώτες να τον πάρουν και να τον οδηγήσουν έξω από την πόλη Μαϊλαπούρ (προάστιο του σημερινού Μαδράς), όπου και τον θανάτωσαν τρυπώντας τον με λόγχες. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο άγιος Απόστολος εξεδήμησε προς τον Κύριο για να χαίρεται την παρουσία Του αιωνίως. Τιμάται ως ιδρυτής της Εκκλησίας των Ινδιών.

 

[ Πίσω ]
Κοινοποίηση