Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήτο αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.
Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποίηση την κρυφή του άγια επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπον κατέληξε σ’ ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυσε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.
Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσηύχετο ο Γέροντας του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρο-ασκητής ήτο κι αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήσαν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρείς φορές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό. ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΡΘΡΟΥ.
|