Ηγούμενος Κεχαριτωμένης: Ο πρώτος εξαπατηθείς – από τη Συνοδική Επιτροπή – ήμουν εγώ
Ο Ηγούμενος του Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζηνίας, αφού πληροφορήθηκε την επιστολή του Νομικού Συμβούλου πολλών Ησυχαστηρίων κ. Ιωάννου Κανελλόπουλου δια την επέμβαση που σχεδιάζει η Ιερά Σύνοδος κατά των Ιερών Ησυχαστηρίων, απέστειλε προς όλα τα Ησυχαστήρια απάντηση δια τη συμμετοχή του στην Συνοδική Επιτροπή Μοναχικού Βίου, αναφέροντας επί λέξει: «Ο πρώτος εξαπατηθείς – από τη Συνοδική Επιτροπή – ήμουν εγώ».
 
Το Πρακτορείο Εκκλησιαστικών Ειδήσεων «Romfea.gr» εξασφάλισε αποκλειστικά την σημαντική επιστολή του Ηγουμένου ο οποίος υπήρξε πνευματικό τέκνο του Επιφανίου Θεοδωρόπουλου, όπου κάνει λόγο για την επιτροπή της Ιεράς Συνόδου στην οποία συμμετείχε.
 
Κατωτέρω η «Romfea.gr» δημοσιεύει σήμερα ολόκληρη την επιστολή του.
 
Σεβαστοί Γέροντες και οσιώταται Γερόντισσαι.
Δι’ αποφάσεως της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της 14ης Ιανουαρίου 2010 εκλήθην όπως συμμετάσχω εις Επιτροπήν επί τω τέλει νομοτεχνικής επεξεργασίας του υπό της Συνοδικής Επιτροπής Μοναχικού Βίου υποβληθέντος Σχεδίου Κανονισμού «Περί των Ιερών Ησυχαστηρίων».
Εις τα δυο συνεδριάσεις της επιτροπής (11 Μαρτίου και 7 Οκτωβρίου 2010) υπεστήριξα τας θέσεις αι οποίαι καταγράφονται εις το συναποστελλόμενον υπόμνημα.
Όπως είναι φανερόν εις το εν λόγω υπόμνημα διετυπώθησαν σημαντικαί διαφωνίαι και εζητήθησαν καίριαι τροποποιήσεις επί του προτεινομένου σχεδίου.
Τας ημετέρας γραπτάς απόψεις ενεχείρισα εις τον πρόεδρον της Επιτροπής Σεβασμιώτατον κ. Δημήτριον, εις το τέλος της δευτέρας συνεδρίας.
Η συγκροτηθείσα επιτροπή δεν συνέταξε, ούτε πολύ περισσότερον υπέγραψε κανένα κείμενον κοινής αποδοχής. Κατ’ ουσίαν επρόκειτο περί ανταλλαγής απόψεων και επιχειρημάτων.
Χωρίς να εκτραπώμεν των όρων της ευγενείας εξεθέσαμεν σαφώς τας ημετέρας ενστάσεις και εζητήσαμεν έως τέλους να ληφθούν υπ’ όψιν όσα συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας, την Παράδοσιν της Εκκλησίας και την κοινήν λογικήν υπεστηρίξαμεν.
 
Μετά το πέρας και της δευτέρας συνεδρίας εσκέφθην να προχωρήσω εις κοινοποίησιν του ημετέρου υπομνήματος. Ανέμεινα όμως να λάβω γνώσιν του τελικού σχεδίου με το ενδεχόμενον συμπληρώσεως νέων στοιχείων.
Τούτο δεν έγινεν. Επιπλέον δεν υπήρξεν καμμία επίσημος ενημέρωσις δια την περαιτέρω πορείαν του ζητήματος.
Τελικώς προ ολίγων ημερών έλαβον τηλεομοιότυπον εκ μέρους του αγνώστου εις εμέ δικηγόρου Πατρών κ. Ιωάννου Κανελλόπουλου, εν ώ κατηγορούμαι ευθέως ως υπεύθυνος δι’ εξαπάτησιν των Ησυχαστηρίων και τον στραγγαλισμόν της νομικής των προσωπικότητος.
Διεξερχόμενος το τηλεομοιότυπον διεπίστωσα ότι ο εν λόγω δικηγόρος κατείχε το κείμενον του τελικού σχεδίου περί των Ησυχαστηρίων, το οποίον εγώ αν και μέλος της Επιτροπής αγνοούσα.
Εθλίβην βαθύτατα δια την άδικον κατηγορίαν. Κυρίως όμως εθλίβην διότι ο πρώτος εξαπατηθείς ήμουν εγώ. Όμως δεν επιθυμώ να επεκταθώ επ’ αυτού περισσότερον, αλλά να εισέλθω εις την ουσίαν του θέματος.
Το προτεινόμενον σχέδιον Κανονισμού, εάν εγκρίθη ως έχει, θα προκαλέση πολλά και σοβαρά προβλήματα. Διότι εις καίρια σημεία έρχεται εις πλήρη αντίθεσιν προς όσα διαλαμβάνουν πλείστοι Ιδρυτικοί Κανονισμοί των ήδη λειτουργόντων Ησυχαστηρίων.
 
Ιδρυτικοί Κανονισμοί, οι οποίοι ενεκρίθησαν υπό των οικείων Μητροπολιτών, της Ιεράς Συνόδου και της Κυβερνήσεως και αποτελούν δεσμευτικήν πηγήν δικαίου τόσον δια τα ίδια τα μέλη των Ησυχαστηρίων, όσον και δια την εκκλησιαστικήν και την κρατικήν διοίκησιν, ως επίσης και δια τα δικαστήρια.
Η απλή λογική υποδεικνύει τας συνεπείας και επιπλοκάς που δύναται να έχη μια τοιαύτη εξέλιξις.
Αυτά τα αδύνατα σημεία του αρχικού σχεδίου επεσήμανα εις το ημέτερον υπόμνημα και επρότεινα συγκεκριμένας τροποποιήσεις. Τώρα διαπιστώνω ότι το σχέδιον παρέμεινε προβληματικόν και επιπλέον:
 
α) περιέχει ασαφείς διατυπώσεις όπως λ.χ. εις το άρθρον 8: «Δια την ίδρυσιν Ησυχαστηρίου απαιτούνται τρία τουλάχιστον μέλη, τη συγκατανεύσει και ευθύνη του πνευματικού των πατρός, όστις παρέχει ταύτην μετά λόγου γνώσεως». Πως μπορεί να ελεγχθή και να διασφαλισθή το «μετά λόγου γνώσεως»;
 
β) ποιείται λανθασμένην χρήσιν ιερών κανόνων, παραβλέποντας τας γνώμας εγκρίτων κανονολόγων και Πατέρων της Εκκλησίας, και τα από μακρού ισχύοντα εν τη εκκλησιαστική πράξει, καθώς και αποφάσεων της ολομελείας του Αρείου Πάγου.
 
Συγκεκριμένως εις το άρθρον 7 ορίζεται μεταξύ άλλων ότι: «Την δε κουρά των μοναζουσών τελεί ο επιχώριος Μητροπολίτης (Καν. ΣΤ’ της εν Καρθαγένη Συνόδου).
Επ’ αυτού υποβάλλω συνημμένως τας ερμηνείας του Θεοδώρου Βαλσαμώνος πατριάρχου Αντιοχείας, του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και την σχετικήν απόφασιν του Αρείου Πάγου Ολομέλεια 38)1957.
Επιτρέψατέ μοι τέλος, όπως παραθέσω και δύο μαρτυρίας του μακαριστού πατρός Επιφανίου.
 
Α. Όταν ο πατήρ Επιφάνιος ωλοκλήρωσε την σύνταξιν του Ιδρυτικού Κανονισμού του Ησυχαστηρίου της Κεχαριτωμένης, επεκοινώνησε τηλεφωνικώς με τον μακαριστόν Μητροπολίτην Ύδρας κυρόν Ιερόθεον, και είπε κατά λέξιν:
- Σεβασμιώτατε, την ευχή Σας. Σας αποστέλλω τον Ιδρυτικόν Κανονισμόν.
Έστιψα όλη την Εκκλησιαστική γραμματεία. Όσον αφορά εις την δικαιοδοσίαν του Επισκόπου, παρέλαβα ό,τι ακριβώς προβλέπουν οι Ιεροί Κανόνες. Τίποτε ολιγώτερον. Τίποτε περισσότερον.
 
Ο αοίδιμος και φιλομόναχος Ιεράρχης διεξελθών τον ανωτέρω Κανονισμόν απήντησε γραπτώς, παρέχων την ευλογίαν αυτού προς ίδρυσιν του Ησυχαστηρίου, αναφέρων μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αποδεχόμεθα υπτίαις χερσί και εγκρίνομεν ολοθύμως τον υποβληθέντα Οργανισμόν (Καταστατικόν) του καθ’ Υμάς Ησυχαστηρίου.
Θεωρούμεν τούτον ως ευλογητήν απαρχήν «άλλης βιοτής» δια την ανδρώαν Μοναστικήν Πολιτείαν εν τη καθ’ ημάς Εκκλησία, δυνάμενον θετικώς να συμβάλη δια της κατ’ αλήθειαν τριαυγούς ασκήσεως εν τη υπακοή, τη παρθενία και ακτημοσύνη ως εν αυτώ ορίζεται, αλλά και δια της παρεχομένης τη Αδελφότητι δι’ αυτού κανονικής αυτοτελείας, συμφώνου ούσης προς τας παλαιφάτους Πατερικάς φωνάς, εις την ανόρθωσιν της σκηνής του Δαβίδ της πεπτωκυίας, του ανδρώου τ.ε. Μοναχισμού».
 
Β. Εις ερώτησιν κληρικού, πνευματικού του τέκνου, διατί προετίμησε την ίδρυσιν Ησυχαστηρίου έναντι της συνήθους Μονής, απήντησεν επιγραμματικώς: «Διότι τα Ησυχαστήρια είναι τα πραγματικά Μοναστήρια».
Τι εννοούσε ο π. Επιφάνιος με τον προσδιορισμόν «πραγματικά»; Εν πάση συντομία τα εξής: Μετά την σύστασιν του νεοελληνικού κράτους και την Βαυαροκρατία αι υπάρχουσαι Ιεραί Μοναί προσεδέθησαν εις το άρμα της πολιτείας ως νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
Τούτο, διότι η πολιτεία εξέλαβε τα μοναστήρια πρωτίστωνς ως Οργανισμούς περέχοντας κοινωνικάς υπηρεσίας. Κάτι ανάλογον προς τα ορφανοτροφεία, οικοτροφεία, κλπ.
Αυτή η υπαγωγή των Μονών εις τα πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου αλλοίωσε τα θεμελιώδη πλαίσια της λειτουργίας τους, τουτέστιν το ανεξάρτητον, αυτοτελές και αυτοδιοίκητον.
Ακραία εκδήλωσις αυτής της πολιτειακής επεμβάσεως εστάθη η διάλυσις μεγάλου αριθμού Μονών με κρατικά διατάγματα.
Επομένως αι Μοναί ως νομικά πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου εστερήθησαν έν τινι μέτρω της ανεξαρτησίας τους έναντι εξωτερικών επεμβάσεων. Αυτή η μείωσις της αυτοτελείας των Μονών έρχεται εις αντίθεσιν με τον υπερχιλιετή θεσμόν του υγιούς Μοναχισμού.
 
Θα διαπιστώσωμεν χωρίς δυσκολία ότι ο Μοναχισμός ήκμασε προς μέγιστον όφελος της Εκκλησίας, εκεί όπου επροστατεύθη από πάσης φύσεως παρεμβάσεις τρίτων (Μοναστικά συγκροτήματα Παλαιστίνης, Αιγύπτου, Ολύμπου Βιθυνίας, Αγίου Όρους).
Και το αντίθετον είναι φανερόν. Η διασάλευσις αυτών των προϋποθέσεων (αυτοτελούς, ανεξαρτήτου και αυτοδιοικήτου) ωδήγησε πάντοτε εις παρακμήν, αλλοίωσιν, υποβάθμισιν και διάλυσιν του μοναχικού βίου, προς μεγίστην ζημίαν της Εκκλησίας και του Έθνους.
Τοιαύτην πικροτάτην γεύσιν έλαβεν ο εν Ελλάδι Μοναχισμός κατ’ εξοχήν την περίοδον της Βαυαροκρατίας.
Η δημιουργία Ησυχαστηρίων ως Μονών Ιδιωτικού Δικαίου, είναι ακριβώς η προσπάθεια επιστροφής εις τα ορθά πλαίσια λειτουργίας του Μοναχισμού, συμφώνωνς πάντοτε προς την τάξιν της Εκκλησίας και τους νόμους της Πολιτείας.
Συμπερασματικώς, ο π. Επιφάνιος θεωρούσε τα Ησυχαστήρια ως «πραγματικά Μοναστήρια», διότι εις την νομικήν των μορφήν διασφαλίζονται κάλλιον τα θεμέλια των ανά τους αιώνας ακμασάντων Μοναστηρίων και ακολούθως η άσκησις απροσκόπτου μοναχικού βίου.
 
Τέλος, μέχρι τούδε η Διοικούσα Εκκλησία δεν αντιμετώπισε σκάνδαλα ή δυσκολίας εκ μέρους των Ησυχαστηρίων. Η πράξιν μαρτυρεί δια την ομαλήν ένταξίν των εις το Σώμα της Εκκλησίας.
Φοβούμεθα ότι με το προτεινόμενον σχέδιον μελλοντικώς θα έχωμεν αναποφεύκτως δυσαρμονίαν εις τας σχέσεις Επισκόπου – Ησυχαστηρίου.
Εάν η Ιερά Σύνοδος πρέπει να προβή εις την έκδοσιν Κανονιστικών Αποφάσεων περί των Ησυχαστηρίων, έχει ενώπιόν Της ασφαλή και δοκιμασμένην οδόν.
Ας περιβάλη με το κύρος της όσα συμφώνως προς τους Ιερούς Κανόνας σύγχρονοι Άγιοι, μακαριστοί Κτήτορες και συνετοί Ιεράρχαι διετύπωσαν και ενέκριναν ως όρους λειτουργίας των Ησυχαστηρίων που θεμελίωσαν, προς δόξαν του εν Τριάδι Θεού.
 
Μετά της εν Κυρίω αγάπης
Αρχιμ. Σπυρίδων και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί
 
 
 

 

[ Πίσω ]
Κοινοποίηση